ἑφθῇ

ἑφθῇ
ἕπομαι
aor subj pass 3rd sg
ἑφθός
boiled
fem dat sg (attic epic ionic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • ἑφθή — ἑφθός boiled fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἔφθη — φθάνω come aor ind act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • CARA — nomen herbae seu radicis, apud Caesarem de Bello Civ. l. 3. e qua panes conficiebant eius milites, carotte hodie per diminutionem Gallis. Non dissimilem fuisse, imo congenerem pastinacis et daucis, constat ex Paulo Aegineta et Dioscoride; quorum… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • επωκής — ἐπωκής, ές (Α) ο κάπως ξινός («φακῆ ἑφθὴ ἐπωκεστέρη τῷ ὄξει», Ιπποκρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + ωκής (< ηκή «οξύτητα, αιχμηρότητα»), τ. που εμφανίζει την ετεροιωμένη βαθμίδα τής ρίζας ηκ ] …   Dictionary of Greek

  • προεισελαύνω — Α είσελαύνω* προηγουμένως («ὀλίγον ἔφθη προεισελάσας εἰς τὸ ἄστυ», Ηλιόδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + εἰσελαύνω «οδηγώ μέσα, εισέρχομαι»] …   Dictionary of Greek

  • όμουρα — ὅμουρα (Α) (κατά τον Ησύχ.) «σεμίδαλις ἑφθή, μέλι ἔχουσα καὶ σησάμην». [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. συνδέεται πιθ. με το ὅμωρος*] …   Dictionary of Greek

  • όρυζα — η (Α ὄρυζα και ὄρυζον, τὸ) 1. βοτ. γένος υδροχαρών αγρωστωδών φυτών καθώς και τα φαγώσιμα σπέρματά τους, το ρύζι 2. φρ. «βράσε όρυζα» λέγεται σε περιπτώσεις κακής τροπής τών πραγμάτων ή ανεπανόρθωτης εξέλιξης μιας κατάστασης ή και για δήλωση… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”